παιδευτήν

παιδευτήν
παιδευτής
teacher
masc acc sg (attic epic ionic)
παιδευτός
to be gaincd by education
fem acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • показатель — ПОКАЗАТЕЛ|Ь (1*), Ѧ с. Наставник, воспитатель: Первѣе ѹбо възрастень˫а. великымъ оц҃мъ. ѥгоже ѡбща показателѧ… поставлѧше [Понт] на добръ нравъ. (παιδευτήν) ГБ к. XIV, 146в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παιδευτής — το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) [παιδεύω] 1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί) 2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ) νεοελλ. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • παιδευτός — παιδευτός, ή, όν (Α) [παιδεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.) 2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”